- ὀκτακισχίλιοι,-αι,-α
- ЧC 3-1-0-0-5=9 Nm 2,24; 3,28; 4,48; 1 Chr 29,7; 1 Mc 5,20eight thousand
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
οκτακισχίλιοι — ες, α (Α ὀκτακισχίλιοι, αι, α, και δωρ. ὀκτακισχήλιοι, δωρ. θηλ. εν. ὀκτακισχιλίη) οκτώ χιλιάδες («ἐτάσσοντο κέρας ἔχοντες τὸ εὐώνυμον ὀκτακισχίλιοι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτάκις + χίλιοι] … Dictionary of Greek
ὀκτακισχίλιοι — ὀκτακῑσχίλιοι , ὀκτακισχίλιοι eight thousand masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτακισχιλία — ὀκτακῑσχιλίᾱ , ὀκτακισχίλιοι eight thousand fem nom/voc/acc dual ὀκτακῑσχιλίᾱ , ὀκτακισχίλιοι eight thousand fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτακισχιλίας — ὀκτακῑσχιλίᾱς , ὀκτακισχίλιοι eight thousand fem acc pl ὀκτακῑσχιλίᾱς , ὀκτακισχίλιοι eight thousand fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτακισχιλίων — ὀκτακῑσχιλίων , ὀκτακισχίλιοι eight thousand fem gen pl ὀκτακῑσχιλίων , ὀκτακισχίλιοι eight thousand masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκτακισχιλιοστός — ή, ό (Α ὀκτακισχιλιοστός, ή, όν) [οκτακισχίλιοι] (τακτ. αριθμτ.) αυτός που έχει σε σειρά ή σε τάξη τον αριθμό οκτώ χιλιάδες … Dictionary of Greek
ὀκτακισχιλίαις — ὀκτακῑσχιλίαις , ὀκτακισχίλιοι eight thousand fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτακισχιλίην — ὀκτακῑσχιλίην , ὀκτακισχίλιοι eight thousand fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτακισχιλίοις — ὀκτακῑσχιλίοις , ὀκτακισχίλιοι eight thousand masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτακισχιλίους — ὀκτακῑσχιλίους , ὀκτακισχίλιοι eight thousand masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτακισχίλια — ὀκτακῑσχίλια , ὀκτακισχίλιοι eight thousand neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)